- εξερεθιστικός
- η , ό[ν] возбуждающий, раздражающий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξερεθιστικός — ή, ό [εξερέθιση] αυτός που προκαλεί εξερέθιση … Dictionary of Greek
εξερεθιστικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί εξερέθιση, ερεθιστικός, εξοργιστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπρηστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που αναφέρεται στον εμπρησμό, ο κατάλληλος για εμπρησμό: Εμπρηστικές ύλες. 2. μτφ., που ξεσηκώνει πάθη τα οποία είχαν κατασιγάσει, ο εξερεθιστικός: Εμπρηστικές δηλώσεις πολιτικού αρχηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)